ῥῖνας — ῥίς nose fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SYRICTAE — gentes inter Nomadas et Indos, narium locô foramina tantum habentes, anguium modo loripedes. Plin. ex Megasthene l. 7. c. 2. Ubi Slamas. legendum censet Syrtas; quia nempe traherent pedes, ἀπὸ τοῦ σύρειν. Sed rectes sese habet vulgat lectio. Quâ… … Hofmann J. Lexicon universale
TORMENTUM — I. TORMENTUM apud Appuleium, Capilius ipse vides quam non sit amoenus ac delicatus, horrore impexus atque impeditus, stuppeo tormento assimilis: funis est, protensus ac tortus, a torqueo, quod apposite de funibus dicitur. Propert. l. 4. Eleg. 3.… … Hofmann J. Lexicon universale
κηκίω — κηκίω, δωρ. τ. κακίω (Α) 1. αναβλύζω, εκρέω, τρέχω άφθονα (α. «θάλασσα δὲ κήκιε πολλὴ ἂν στόμα τε ῥῑνάς τε», Ομ. Οδ. β. «ἐκ βυθοῡ κηκῑον αἷμα», Σοφ.) 2. αναπέμπω («θερμὴν ἔτι κήκιε πόντος ἀϋτμήν», Απολλ. Ρόδ.) 3. μέσ. κηκίομαι (για αίμα) στάζω… … Dictionary of Greek
μαλακιώ — μαλακιῶ, άω (Α) [μαλακός] είμαι ή γίνομαι ασθενής ή αδύναμος («αἱ κύνες μαλακιῶσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek
μαλκίω — (Α) 1. κοκαλώνω από το ψύχος, παγώνω («αἱ κύνες μαλκίουσαι τὰς ῥῑνας οὐ δύνανται αἰσθάνεσθαι», Ξεν.) 2. παραλύω, όπως ο ναρκωμένος από το ψύχος («ταῡτα τοίνυν πάσχοντες ἅπαντες, μέλλομεν καὶ μαλκίομεν καὶ πρὸς τοὺς πλησίον βλέπομεν, ἀπιστοῡντες… … Dictionary of Greek
πνεύμα — ατος, το / πνεῡμα, ΝΜΑ, και πνέμα Ν 1. η ψυχή και οι λειτουργίες της, ο ψυχικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τη σάρκα, την ύλη και τον υλικό κόσμο 2. ο νους και οι ικανότητές του, η ευφυΐα, ο λόγος 3. καθετί το άυλο, το ασύλληπτο με τις αισθήσεις … Dictionary of Greek
πρήθω — Α (επικ. τ.) 1. φουσκώνω κάτι με φύσημα («ἐν δ ἄνεμος πρῆσεν μέσον ἱστίον», Ομ. Ιλ.) 2. κάνω να αναβλύσει κάτι, φυσώ προς τα έξω, εκφυσώ («τὸ δ [αἷμα] ἀνὰ στόμα καὶ κατά ῥῑνας πρῆσε», Ομ. Ιλ.) 3. (για τον Ήφαιστο) ανάβω κάτι φυσώντας («πρήσοντα… … Dictionary of Greek
προδιαχρίω — Α χρίω, αλείφω κάτι ή κάποιον σε όλη την έκταση προηγουμένως («προδιαχρίω τὰς ῥίνας», Διοσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διαχρίω «αλείφω, πασσαλείφω»] … Dictionary of Greek
προσβάλλω — ΝΜΑ, προσβάνω και προσβέλνω Ν, επικ. τ. προτιβάλλω Α [βάλλω] κάνω επίθεση, επιτίθεμαι, εφορμώ («τὴν μὲν ἄλλην στρατιὴν κελεύειν πέριξ προσβάλλειν τὸ τεῑχος» Ηρόδ.) νεοελλ. 1. βλάπτω, κάνω κακό («ο ιὸς προσβάλλει κυρίως το νευρικό σύστημα») 2.… … Dictionary of Greek